ἀφομοιωτικῇ

ἀφομοιωτικῇ
ἀφομοιωτικός
assimilative
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀφομοιωτική — ἀφομοιωτικός assimilative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] …   Dictionary of Greek

  • αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… …   Dictionary of Greek

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… …   Dictionary of Greek

  • βορράς — και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, ου, Βορέης και Βορῆς, έω και Βορεύς έως) το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο 2. βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • γόργυρα — και ιων. τ. γοργύρη και δωρ. τ. γέργυρα, η (Α) 1. υπόνομος 2. υπόγεια φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., αναδιπλασιασμένος τύπος, που συνδέεται πιθ. με το γαργαρίζω*. Ο δωρ. τ. γέργυρα, που μαρτυρείται στον Αλκμάνα, είναι… …   Dictionary of Greek

  • κακοτράχαλος — η, ο (για τόπο) γεμάτος από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τρόχαλο «μικρή πέτρα»]. η, ο 1. (για τόπο) κακός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, ανώμαλος 2. (για πρόσ.) δύσμορφος, κακοφτειαγμένος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσ.) μτφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”